ἐκπήγνῡμι

ἐκπήγνῡμι
ἐκ-πήγνῡμι, fest, dicht machen, erstarren machen; vom Salz. Bes. vom Frost; pass., gefrieren

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εκπηγνύω — (AM ἐκπηγνύω, Α και ἐκπήγνυμι) νεοελλ. μπήγω, καρφώνω κάτι σε μια επιφάνεια αρχ. Ι. 1. καθιστώ κάτι τελείως στερεό 2. αποναρκώνω II. ( ομαι) 1. πήζω 2. παγώνω, γίνομαι πάγος …   Dictionary of Greek

  • πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”